αθρόνιαστος

αθρόνιαστος
-η, -ο
1. αυτός που δεν ενθρονίστηκε: Ο καινούριος βασιλιάς ήταν ακόμη αθρόνιαστος.
2. αυτός που δεν έχει καλά εγκατασταθεί κάπου: Καπάτσος όπως ήτανε, δεν έμεινε για πολύ αθρόνιαστος στην επιχείρηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αθρόνιαστος — η, ο [θρονιάζω] 1. αυτός που δεν εγκαταστάθηκε, δεν τοποθετήθηκε σε θρόνο (αναφέρεται κυρίως σε αρχιερείς) 2. (για ναό) εκείνος που δεν εγκαινιάστηκε, στον θρόνο τού οποίου δεν κάθισε αρχιερέας για να τόν εγκαινιάσει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”